- λευκοφορώ
- (Α λευκοφορῶ, -έω) [λευκοφόρος]φορώ άσπρα ροῡχα, είμαι ντυμένος στα άσπρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκοφορώ — λευκοφόρεσα, λευκοφορεμένος, φορώ λευκά: Η λευκοφορεμένη νύφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπροφορώ — εσα, εμένος, λευκοφορώ: Στη γιορτή ήταν όλοι ασπροφορεμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)